Week 3 Vocabulary
Verbs
-
ἁρπάζω, ἁρπάσομαι, ἥρπασα, ἥρπακα, ἥρπασμαι, ἡρπάσθην - to snatch, to seize
-
γίγνομαι, γενήσομαι, ἐγενόμην, γέγονα, γεγένημαι, ἐγενήθην - to become, to happen
-
πέμπω, πέμψω, ἔπεμψα, πέπομφα, πέπεμμαι, ἐπέμφθην - to send
Nouns
-
ἀνήρ, ἀνδρός, m. - man, husband
-
ἄνθρωπος, ἀνθρώπου, m. - person, human
-
βιβλίον, βιβλίου, n. - book
-
γνώμη, γνώμης, f. - judgment, opinion
-
γυνή, γυναικός, f. - woman, wife
-
διδάσκαλος, διδασκάλου, m. - teacher
-
δικαστής, δικαστοῦ, m. - juror
-
ἔργον, ἔργου, n. - deed
-
θάλαττα, θάλαττης, f. - sea
-
θεός, θεοῦ, m./f. - god
-
κόρη, κόρης, f. - girl
-
κόρος, κόρου, m. - boy
-
λόγος, λόγου, m. - word, speech
-
μαθητής, μαθητοῦ, m. - student
-
ποίημα, ποιήματος, n. - poem
-
συμφορά, συμφορᾶς, f. - event, outcome, mishap
Adjectives/Pronouns
- ὁ, ἡ, τό - (definite article) the