Complete Vocabulary List


α

β

  • βαίνω, -βήσομαι, -ἔβην, βέβηκα, -βέβαμαι, -εβάθην - to walk, step, go
  • βάλλω, βαλέω, ἔβαλον, βέβληκα, βέβλημαι, ἐβλήθην - to throw, cast, hurl, hit
  • βαρύς, βαρεῖα, βαρύ - heavy
  • βιβλίον, βιβλίου, n. - book
  • βλέπω, βλέψομαι, ἔβλεψα, βέβλεφα, βέβλεμμαι, ἐβλέφθην - “to see
  • βοηθέω, βοηθήσω, ἐβοήθησα, βεβοήθηκα, βεβοήθημαι, ἐβοηθήθην - to help, aid
  • βουλή, βουλῆς, f. - will, plan, advice
  • βοῦς, βοός, m./f. - bull, cow

γ

  • γάρ - (post-positive) for, because
  • γένος, γένους, n. - family, class, kind
  • γέρας, γέρως, n. - gift, prize
  • γίγνομαι, γενήσομαι, ἐγενόμην, γέγονα, γεγένημαι, ἐγενήθην - to become, to happen
  • γιγνώσκω, γνώσομαι, ἔγνων, ἔγνωκα, ἔγνωσμαι, ἐγνώσθην - to recognize, know
  • γνώμη, γνώμης, f. - judgment, opinion
  • γράφω, γράψω, ἔγραψα, γέγραφα, γέγραμμαι, ἐγράφην - to write
  • γυνή, γυναικός, f. - woman, wife

δ

ε

ζ

  • ζηλόω, ζηλώσω, ἐζήλωσα, ἐζήλωκα, ἐζήλωμαι, ἐζηλώθην - to rival, emulate, praise
  • ζητέω, ζητήσω, ἐζήτησα, ἐζήτηκα, ἐζήτημαι, ἐζητήθην - to look for, seek

η

θ

  • θάλαττα, θάλαττης, f. - sea
  • θάνατος, θανάτου, m. - death
  • θεός, θεοῦ, m./f. - god
  • θυγάτηρ, θυγατρός, f. - daughter

ι

κ

λ

  • λαμβάνω, λήψομαι, ἔλαβον, εἴληφα, εἴλημμαι, ἐλήφθην - to take
  • λέγω, ἐρέω, εἶπον, εἴρηκα, –, – - to say, to speak
  • λείπω, λείψω, ἔλιπον, λέλοιπα, λέλειμμαι, ἐλείφθην - to leave
  • λίθος, λίθου, m. - stone
  • λόγος, λόγου, m. - word, speech
  • λύω, λύσω, ἔλυσα, λέλυκα, λέλυμαι, ἐλύθην - to free, loosen

μ

  • μαθητής, μαθητοῦ, m. - student
  • μακρός, μακρά, μακρόν - long
  • μάλιστα - most
  • μᾶλλον - more
  • μανθάνω, μαθήσομαι, ἔμαθον, μεμάθηκα, –, – - to learn
  • μάρτυς, μάρτυρος, m./f. - witness
  • μέγας, μεγάλη, μέγα - big, great
  • μείγνυμι, μείξω, ἔμειξα, μέμιχα, μέμιγμαι, ἐμίγην - to mix
  • μέλας, μέλαινα, μέλαν (m./n. stem μέλαν-) - black
  • μέν … δέ (… δέ …) - [denotes elements of a list]
  • μετά - after (+ acc.); with (+ gen.)
  • μή - not; (+ subj.) (introduces negative purpose clause or positive fear clause)
  • μηδείς, μηδεμία, μηδέν - no one, nothing (used in circumstances where you would use μή rather than οὐ)
  • μήτηρ, μητρός, f. - mother
  • μίκρος, μίκρα, μίκρον - small
  • μισέω, μισήσω, ἐμίσησα, μεμίσηκα, μεμίσημαι, ἐμισήθην - to hate
  • μόνος, μόνη, μόνον - alone, only

ν

  • ναῦς, νέως, f. - ship
  • νικάω, νικήσω, ἐνίκησα, νενίκηκα, νενίκημαι, ἐνικήθην - to win, conquer, prevail
  • νομίζω, νομιέω, ἐνόμισα, νενόμικα, νενόμισμαι, ἐνομίσθην - to think
  • νόμος, νόμου, m. - law, custom
  • νῦν - now

o

π

ρ

  • ῥίπτω, ῥίψω, ἔρριψα, ἔρριφα, ἔρριμμαι, ἐρρίφθην / ερρίφην - to hurl, cast, throw

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

  • ὡς - (used with causal participle); (+ indic. verb) (introduces actual result clause); (+ infinitive) (introduces natural result clause); (preceded by head verb, + indirect statement) (used in indirect statement); (+ superlative adjective or adverb) as [adjective/adverb] as possible; (+ subj. verb) (purpose clause) (so / in order) that; (in order) to
  • ὥστε - that, so that, and so, and thus, such that, so as, as to (+ indic. verb = actual result clause; + infinitive = natural result clause)

All material developed by Daniel Libatique and Neel Smith, and available under the Creative Commons Attribution Share-Alike license CC BY-SA 4.0